γενετιστής

γενετιστής
ο
ο επιστήμονας που ασχολείται με τη γενετική*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. geneticist < επίθ. genetic < genesis (< γένεσις), αναλογικά προς ζεύγη τού τύπου antithesis: antithetic(al) κ.ά.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Γκόλντσταϊν, Τζόζεφ — (Joseph Goldstein, Νότια Καρολίνα 1940 –). Αμερικανός χημικός και γενετιστής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια και στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Ντάλας, όπου και έγινε καθηγητής. Εργάστηκε στο γενικό νοσοκομείο της Μασαχουσέτης …   Dictionary of Greek

  • Λιούις, Έντουαρντ — (Edward Lewis, Πενσιλβάνια, ΗΠΑ 1918 –). Αμερικανός γενετιστής, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε βιοστατιστική, γενετική και μετεωρολογία στο πανεπιστήμιο της Μινεσότα και στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνια. Υπηρέτησε στην… …   Dictionary of Greek

  • Στιούρτεβαντ, Αλφρέδος Ερρίκος — Αμερικανός γενετιστής (1891 – 1970). Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κολούμπια. Διετέλεσε καθηγητής του πανεπιστήμιου της Καλιφόρνια και επιστημονικός συνεργάτης του εργαστηρίου Μόργκαν. Έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην επεξεργασία της θεωρίας της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”